μύτος

μύτος
ο см. μυταρά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μύτος" в других словарях:

  • μύτος — ο μύταρος, μεγάλη μύτη, μυτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύτη + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. καλάθι: κάλαθος)] …   Dictionary of Greek

  • κόλυμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 8 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * ο η κολυμπά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμπι με αναβιβασμό τού τόνου και μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μούστακος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου. * * * μούστακος, ὁ (Μ) μουστάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκιν + μεγεθ. κατάλ. ος*, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. βούβαλος,… …   Dictionary of Greek

  • μυτάρα — η (Μ μυτάρα), μεγάλη μύτη, μύτος, μύταρος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»